επισκευαστής

επισκευαστής
ο мастер по ремонту

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "επισκευαστής" в других словарях:

  • ἐπισκευαστής — one who equips masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισκευαστής — ο (θηλ. επισκευάστρια) (AM ἐπισκευαστής) [επισκευάζω] αυτός που επισκευάζει, που επιδιορθώνει …   Dictionary of Greek

  • επισκευαστής — ο θηλ. άστρια αυτός που επισκευάζει, ο επιδιορθωτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπισκευαστῆς — ἐπισκευαστός repaired fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκευασταί — ἐπισκευαστής one who equips masc nom/voc pl ἐπισκευαστός repaired fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκευαστῇ — ἐπισκευαστής one who equips masc dat sg (attic epic ionic) ἐπισκευαστός repaired fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκευαστήν — ἐπισκευαστής one who equips masc acc sg (attic epic ionic) ἐπισκευαστός repaired fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκευαστῶν — ἐπισκευαστής one who equips masc gen pl ἐπισκευαστός repaired fem gen pl ἐπισκευαστός repaired masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκευαστάς — ἐπισκευαστά̱ς , ἐπισκευαστής one who equips masc acc pl ἐπισκευαστά̱ς , ἐπισκευαστής one who equips masc nom sg (epic doric aeolic) ἐπισκευαστά̱ς , ἐπισκευαστός repaired fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηπητής — ἠπητής, ό, θηλ. ἠπήτρια (Α) [ηπάομαι] επιδιορθωτής, επισκευαστής …   Dictionary of Greek

  • καθεκλοποιός — ο κατασκευαστής ή επισκευαστής καρεκλών, καρεκλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθέκλα + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. επιπλο ποιός, θαυματο ποιός. Η λ., στον τ. καθεκλοποιοί, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»